- αὐτόφλοιος
- αὐτό-φλοιος, ον,A with the bark on,
βάκτρον Theoc.25.208
, cf. Ep.4.3, AP6.99 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάκτρον Theoc.25.208
, cf. Ep.4.3, AP6.99 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτόφλοιον — αὐτόφλοιος with the bark on masc/fem acc sg αὐτόφλοιος with the bark on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek